- φορβασία
- φορβ-ᾰσία, ἡ,A = φορβειά 1, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορβασία — ἡ, Α φορβειά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω», κατά τα ουσ. σε ασία (πρβλ. ὑγρ ασία). Η ύπαρξη τού τ. παραμένει αμφίβολη] … Dictionary of Greek